βασιλείου

βασιλείου
βασίλειον
kingly dwelling
neut gen sg
βασίλειος
royal
masc/neut gen sg
βασίλειος
royal
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βασιλείου, Γιώργος — (Αμμόχωστος 1931 –). Κύπριος οικονομολόγος και πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1988 93). Σπούδασε οικονομικά στα πανεπιστήμια της Γενεύης, της Βιέννης και της Βουδαπέστης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εμπορίας και έρευνας της αγοράς στο… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Χασιά της Αττικής. Πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη από το 1821 έως το 1826. Όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός του, ο Β. ανέλαβε την αρχηγία του σώματος με τον βαθμό του υπολοχαγού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείου — Βασίλειος royal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλείου, Σπύρος — (Γαλαξίδι 1902 – 1985). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1930 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το Μπενάκειο βραβείο για τα σχέδια αγιογράφησης του ναού του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Ταξίδεψε για καλλιτεχνικές… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βασιλείου, λίμνη — Λίμνη (57 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστή και ως λίμνη του ΛαγκαδάΚορώνεια. Βρίσκεται σε ύψος 75 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το μεγαλύτερο βάθος της είναι 8,5 μ. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”